- φιλομήτωρ
- -ορος, ο, η, ΝΑ(στην νεοελλ. λόγιος τ.)1. αυτός που αγαπά πολύ τη μητέρα του2. προσωνυμία πολλών βασιλέων τής Αιγύπτου και, κυρίως, τού Πτολεμαίου ΣΤ'αρχ.ως κύριο όν. Φιλομήτωρτίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -μήτωρ (< μήτηρ, βλ. λ. μητέρα), πρβλ. θεο-μήτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.